Ως μη όφειλον ……
Σκούνα και τη μοντάραμε σ’ ονειρικά καρνάγια
Μαστόρια υδραιόπουλα κι από το Γαλαξείδι
Καρίνα ατσάλι βάλαμε, οξιές ψηλοπλατάνια
Στορίσανε αητόπουλα, κόρες απ’ τ’ Αϊδίνι.
---.---
Κατέβηκε η αρχοντοκυρά του Πρωτονοικοκύρη
Και πότισε της Χιος ρακί, παστό τηγανισμένο.
Στους προεστούς χρυσά φλουριά και μαρτυρίκια ασήμι
Του κόσμου αχλόησε φωνή: Καλοταξειδεμένο!
--- . ---
Πήραν λουκούμια τα παιδιά κι οι νιες φαντό μαντήλι
Κι αμπώσανε και ρίξανε. Στο πέλαο τα μύρα
Κουνήθηκε αλιγαριά, της θάλασσας στολίδι
Με τις μπουρού σφουρίζανε, μπρατσέρα καλομοίρα.
---.---
Κι ήρθε λεβάντες και βοριάς του Τουνεζιού πουνέντες
Πήρε το μεσιανό πανί, πήρε το παπαφίγκο
Της Κρήτης Λιβυκός νοτιάς που αναλυγάει λεβέντες
Το διάκι δύναμη αχαμνή και το σκαφίδι φύρο
---.---
Γεροδεμένο το σκαρί. Ναύτες αρμυρισμένοι
Από λινάρι τα πανιά. Κυπαρισένιο σκάνιο.
Στου χαροπού τη ταραχή, πανηγυριού πανέρι
Χωρίς, αρόδου Μπαρμπαριά, τον Κύρη τιμονιέρη.
Σ.Ι.Π
|